- ενικός
- singulier
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἑνικός — single masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενικός — ή, ό (AM ενικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μονάδα, που δηλώνει την έννοια τού ενός, που σημαίνει ένα μόνο πρόσωπο ή πράγμα 2. γραμμ. «ενικός αριθμός» και, με παράλειψη τού «αριθμός», ως ουσ. ενικός η τυπική μορφή τών κλιτών… … Dictionary of Greek
ενικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην έννοια του ενός, της μονάδας, που σημαίνει ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα. 2. (γραμμ.), το αρσ. ως ουσ., ενικός (ή ενικός αριθμός), τύπος καταλήξεων στην κλίση ονομάτων και ρημάτων, με τον οποίο δηλώνεται ότι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑνικά — ἑνικός single neut nom/voc/acc pl ἑνικά̱ , ἑνικός single fem nom/voc/acc dual ἑνικά̱ , ἑνικός single fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνικώτερον — ἑνικός single adverbial comp ἑνικός single masc acc comp sg ἑνικός single neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνικωτάτων — ἑνικός single fem gen superl pl ἑνικός single masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνικωτέρων — ἑνικός single fem gen comp pl ἑνικός single masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνικῶν — ἑνικός single fem gen pl ἑνικός single masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνικόν — ἑνικός single masc acc sg ἑνικός single neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνικώτατα — ἑνικός single adverbial superl ἑνικός single neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνικώτατον — ἑνικός single masc acc superl sg ἑνικός single neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)